κύμβαχος

κύμβαχος
κύμβαχος, -ον (Α)
1. αυτός που πέφτει προς τα κάτω με το κεφάλι («ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσιν», Ομ. Ιλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κύμβαχος
το ακρότατο σημείο τής περικεφαλαίας, ο κώνος της, στον οποίο στηριζόταν το λοφίο («κόρυθος... ἱπποδασείης κύμβαχος ἀκρότατος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κύμβαχος μαρτυρείται ως ουσ. με σημ. «κορυφή περικεφαλαίας» και ως επίθ. με σημ. «αυτός που πέφτει με το κεφάλι». Αρχικός τ. θεωρείται το ουσ. και η χρήση του ως επιθέτου οφείλεται πιθ. σε κακό μεταχαρακτηρισμό τού χωρίου όπου μαρτυρείται η λ. ως ουσ. Ο τ. κύμβαχος εμφανίζει επίθημα -αχος (πρβλ. στόμ-αχος), το δε θέμα του είναι πιθ. εκείνο τού κύμβ-η, ενώ δεν αποκλείεται και κάποια επίδραση τών κυβιστώ «πέφτω με το κεφάλι» και κύμβη «κεφάλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κύμβαχος — head foremost masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμβαχον — κύμβαχος head foremost masc/fem acc sg κύμβαχος head foremost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμβάχους — κύμβαχος head foremost masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμβάχων — κύμβαχος head foremost masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμβαχοι — κύμβαχος head foremost masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОРУЖИЕ —    • Arma.     I. У греков.          Те части вооружения, какие в «Илиаде» указываются для героев Троянской войны, образуют основу вооружения и для позднейших гражданских ополчений. Последние состояли исключительно из тяжеловооруженных (όπλι̃ται) …   Реальный словарь классических древностей

  • στόμαχος — ο, ΝΜΑ σακοειδής διεύρυνση τού πεπτικού σωλήνα τών ζώων, μεταξύ τού οισοφάγου και τού λεπτού εντέρου, στο εμπρόσθιο συνήθως τμήμα τής κοιλιάς, που χρησιμεύει κυρίως ως προσωρινός δέκτης προς αποθήκευση και μηχανική σε ορισμένα ζώα αλλά και σε… …   Dictionary of Greek

  • keu-2, keu̯ǝ- —     keu 2, keu̯ǝ     English meaning: to bend     Deutsche Übersetzung: often with labialen or gutturalen extensions: “biegen” in verschiedenen Sonderungen as “in joint biegen, Gelenk, sich bũcken, sich drehen”; “Einbiegung, Einwölbung,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”